He looked very old. He looked, James thought, getting his head now against the Lighthouse, now against the waste of waters running away into the open, like some old stone lying on the sand; he looked as if he had become physically what was always at the back of both of their minds—that loneliness which was for both of them the truth about things.
Πόσο βουβά τ'αστέρια, ανέσπλαχνα, στον ουρανό αρμενίζουν, κι εμείς στα βάθη μαύρου πηγαδιού, καραβοτσακισμένοι,του κάκου απάγρια σέρνουμε φωνή και κράζουμε: ''Βοήθεια''--ποτέ του αστέρι δεν ξεστράτισε, στη γης ψυχή να σώσειΜόνο το τρίτο μάτι ανέλπιδο τον ουρανό αγναντεύει κι ουδέ να κλάψει καταδέχεται μουδέ σκεπή ζητά του'αναμεσός στα φρύδια τ'άσπλαχνα του λυτρωμένου ανθρώπου γαλήνιο αλέθει στροβιλίζοντας σαν άλεσμα τον κόσμο'κι όλα γεννιούνται κι αφανίζουνται σ'ένα βλεφάρισμα του.